- αγοραιοι
- ἀγοραῖοιοἱ и αἱ1) (sc. ἄνθρωποι) завсегдатаи рыночных площадей, рыночные торговцы Her., Xen., Arph., Plat.2) (sc. ἡμέραι) дни судебных заседаний NT.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀγοραῖοι — ἀγοραῖος in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek